αλυσόδεμα
Greek
editNoun
editαλυσόδεμα • (alysódema) n (plural αλυσοδέματα)
Declension
editDeclension of αλυσόδεμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλυσόδεμα • | αλυσοδέματα • |
genitive | αλυσοδέματος • | αλυσοδεμάτων • |
accusative | αλυσόδεμα • | αλυσοδέματα • |
vocative | αλυσόδεμα • | αλυσοδέματα • |
Related terms
edit- see: αλυσίδα f (alysída, “chain”)