αμυγδαλωτός
Greek
editEtymology
editInherited from Byzantine Greek αμυγδαλωτός (amugdalōtós). By surface analysis, αμύγδαλ(ο) (amýgdal(o)) + -ωτός (-otós).[1]
Pronunciation
editAdjective
editαμυγδαλωτός • (amygdalotós) m (feminine αμυγδαλωτή, neuter αμυγδαλωτό)
Declension
editDeclension of αμυγδαλωτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμυγδαλωτός • | αμυγδαλωτή • | αμυγδαλωτό • | αμυγδαλωτοί • | αμυγδαλωτές • | αμυγδαλωτά • |
genitive | αμυγδαλωτού • | αμυγδαλωτής • | αμυγδαλωτού • | αμυγδαλωτών • | αμυγδαλωτών • | αμυγδαλωτών • |
accusative | αμυγδαλωτό • | αμυγδαλωτή • | αμυγδαλωτό • | αμυγδαλωτούς • | αμυγδαλωτές • | αμυγδαλωτά • |
vocative | αμυγδαλωτέ • | αμυγδαλωτή • | αμυγδαλωτό • | αμυγδαλωτοί • | αμυγδαλωτές • | αμυγδαλωτά • |
Derived terms
edit- αμυγδαλωτό n (amygdalotó, noun)
Related terms
edit- see: αμύγδαλο n (amýgdalo, “almond”)
References
edit- ^ αμυγδαλωτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language