αναδάσωση
Greek
editNoun
editαναδάσωση • (anadásosi) f (plural αναδασώσεις)
- reforestation
- Antonym: αποδάσωση (apodásosi)
Declension
editDeclension of αναδάσωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναδάσωση • | αναδασώσεις • | |
genitive | αναδάσωσης • | αναδασώσεων • | |
accusative | αναδάσωση • | αναδασώσεις • | |
vocative | αναδάσωση • | αναδασώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναδασώσεως • |
Related terms
edit- see: αναδασώνω (anadasóno, “to reforest”)