αναδημιουργός
Greek
editNoun
editαναδημιουργός • (anadimiourgós) m (plural αναδημιουργοί)
Declension
editDeclension of αναδημιουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναδημιουργός • | αναδημιουργοί • |
genitive | αναδημιουργού • | αναδημιουργών • |
accusative | αναδημιουργό • | αναδημιουργούς • |
vocative | αναδημιουργέ • | αναδημιουργοί • |
Related terms
edit- see: αναδημιουργώ (anadimiourgó, “to regenerate”)