ανακρεόντειος
Greek
editAdjective
editανακρεόντειος • (anakreónteios) m (feminine ανακρεόντεια, neuter ανακρεόντειο)
- relating to the poet Anacreon (notable for Bacchanalian poetry)
- (el, by extension) Bacchanalian (of poetry)
Declension
editDeclension of ανακρεόντειος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακρεόντειος • | ανακρεόντεια • | ανακρεόντειο • | ανακρεόντειοι • | ανακρεόντειες • | ανακρεόντεια • |
genitive | ανακρεόντειου • | ανακρεόντειας • | ανακρεόντειου • | ανακρεόντειων • | ανακρεόντειων • | ανακρεόντειων • |
accusative | ανακρεόντειο • | ανακρεόντεια • | ανακρεόντειο • | ανακρεόντειους • | ανακρεόντειες • | ανακρεόντεια • |
vocative | ανακρεόντειε • | ανακρεόντεια • | ανακρεόντειο • | ανακρεόντειοι • | ανακρεόντειες • | ανακρεόντεια • |
Related terms
edit- Ανακρέων m (Anakréon, “Anacreon”)