ανακτορικός
Greek
editAdjective
editανακτορικός • (anaktorikós) m (feminine ανακτορική, neuter ανακτορικό)
Declension
editDeclension of ανακτορικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακτορικός • | ανακτορική • | ανακτορικό • | ανακτορικοί • | ανακτορικές • | ανακτορικά • |
genitive | ανακτορικού • | ανακτορικής • | ανακτορικού • | ανακτορικών • | ανακτορικών • | ανακτορικών • |
accusative | ανακτορικό • | ανακτορική • | ανακτορικό • | ανακτορικούς • | ανακτορικές • | ανακτορικά • |
vocative | ανακτορικέ • | ανακτορική • | ανακτορικό • | ανακτορικοί • | ανακτορικές • | ανακτορικά • |
Synonyms
edit- μεγαλοπρεπής (megaloprepís)
Related terms
edit- see: ανάκτορο n (anáktoro, “palace”)