αναμνηστικός
Greek
editAdjective
editαναμνηστικός • (anamnistikós) m (feminine αναμνηστική, neuter αναμνηστικό)
Declension
editDeclension of αναμνηστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμνηστικός • | αναμνηστική • | αναμνηστικό • | αναμνηστικοί • | αναμνηστικές • | αναμνηστικά • |
genitive | αναμνηστικού • | αναμνηστικής • | αναμνηστικού • | αναμνηστικών • | αναμνηστικών • | αναμνηστικών • |
accusative | αναμνηστικό • | αναμνηστική • | αναμνηστικό • | αναμνηστικούς • | αναμνηστικές • | αναμνηστικά • |
vocative | αναμνηστικέ • | αναμνηστική • | αναμνηστικό • | αναμνηστικοί • | αναμνηστικές • | αναμνηστικά • |
Related terms
edit- αναμνηστικό n (anamnistikó, “souvenir”)