ανανεωμένος
Greek
editAdjective
editανανεωμένος • (ananeoménos) m (feminine ανανεωμένη, neuter ανανεωμένο)
Declension
editDeclension of ανανεωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανανεωμένος • | ανανεωμένη • | ανανεωμένο • | ανανεωμένοι • | ανανεωμένες • | ανανεωμένα • |
genitive | ανανεωμένου • | ανανεωμένης • | ανανεωμένου • | ανανεωμένων • | ανανεωμένων • | ανανεωμένων • |
accusative | ανανεωμένο • | ανανεωμένη • | ανανεωμένο • | ανανεωμένους • | ανανεωμένες • | ανανεωμένα • |
vocative | ανανεωμένε • | ανανεωμένη • | ανανεωμένο • | ανανεωμένοι • | ανανεωμένες • | ανανεωμένα • |
Related terms
edit- see: ανανεώνω (ananeóno, “to renew”)