αναπτυγμένος
Greek
editAlternative forms
edit- ανεπτυγμένος (aneptygménos)
Adjective
editαναπτυγμένος • (anaptygménos) m (feminine αναπτυγμένη, neuter αναπτυγμένο)
Declension
editDeclension of αναπτυγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπτυγμένος • | αναπτυγμένη • | αναπτυγμένο • | αναπτυγμένοι • | αναπτυγμένες • | αναπτυγμένα • |
genitive | αναπτυγμένου • | αναπτυγμένης • | αναπτυγμένου • | αναπτυγμένων • | αναπτυγμένων • | αναπτυγμένων • |
accusative | αναπτυγμένο • | αναπτυγμένη • | αναπτυγμένο • | αναπτυγμένους • | αναπτυγμένες • | αναπτυγμένα • |
vocative | αναπτυγμένε • | αναπτυγμένη • | αναπτυγμένο • | αναπτυγμένοι • | αναπτυγμένες • | αναπτυγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναπτυγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναπτυγμένος, etc.) |
Related terms
edit- see: αναπτύσσω (anaptýsso, “to develop”)