ανεμοπόδαρος
Greek
editAdjective
editανεμοπόδαρος • (anemopódaros) m (feminine ανεμοπόδαρη, neuter ανεμοπόδαρο)
- fleet of foot, fleetfooted, swift-footed
Declension
editDeclension of ανεμοπόδαρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεμοπόδαρος • | ανεμοπόδαρη • | ανεμοπόδαρο • | ανεμοπόδαροι • | ανεμοπόδαρες • | ανεμοπόδαρα • |
genitive | ανεμοπόδαρου • | ανεμοπόδαρης • | ανεμοπόδαρου • | ανεμοπόδαρων • | ανεμοπόδαρων • | ανεμοπόδαρων • |
accusative | ανεμοπόδαρο • | ανεμοπόδαρη • | ανεμοπόδαρο • | ανεμοπόδαρους • | ανεμοπόδαρες • | ανεμοπόδαρα • |
vocative | ανεμοπόδαρε • | ανεμοπόδαρη • | ανεμοπόδαρο • | ανεμοπόδαροι • | ανεμοπόδαρες • | ανεμοπόδαρα • |
Related terms
edit- see: άνεμος m (ánemos, “wind”)
- and see: πόδι n (pódi, “foot”)