ανενόχλητος
Greek
editAdjective
editανενόχλητος • (anenóchlitos) m (feminine ανενόχλητη, neuter ανενόχλητο)
Declension
editDeclension of ανενόχλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανενόχλητος • | ανενόχλητη • | ανενόχλητο • | ανενόχλητοι • | ανενόχλητες • | ανενόχλητα • |
genitive | ανενόχλητου • | ανενόχλητης • | ανενόχλητου • | ανενόχλητων • | ανενόχλητων • | ανενόχλητων • |
accusative | ανενόχλητο • | ανενόχλητη • | ανενόχλητο • | ανενόχλητους • | ανενόχλητες • | ανενόχλητα • |
vocative | ανενόχλητε • | ανενόχλητη • | ανενόχλητο • | ανενόχλητοι • | ανενόχλητες • | ανενόχλητα • |