ανεπισημότητα
Greek
editNoun
editανεπισημότητα • (anepisimótita) f (uncountable)
Declension
edit ανεπισημότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανεπισημότητα • |
genitive | ανεπισημότητας • |
accusative | ανεπισημότητα • |
vocative | ανεπισημότητα • |
Related terms
edit- see: ανεπίσημος (anepísimos, “informal, incognito”, adjective)