ανεπιτηδειότητα
Greek
editNoun
editανεπιτηδειότητα • (anepitideiótita) f (uncountable)
- ineptitude, unskilfulness
- Antonym: επιτηδειότητα (epitideiótita)
Declension
edit ανεπιτηδειότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανεπιτηδειότητα • |
genitive | ανεπιτηδειότητας • |
accusative | ανεπιτηδειότητα • |
vocative | ανεπιτηδειότητα • |
Related terms
edit- see: επιτήδειος (epitídeios, “skilfull”, adjective)