επιτηδειότητα
Greek edit
Noun edit
επιτηδειότητα • (epitideiótita) f (plural επιτηδειότητες)
- skilfulness
- Antonym: ανεπιτηδειότητα (anepitideiótita)
Declension edit
declension of επιτηδειότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | επιτηδειότητα • | επιτηδειότητες • |
genitive | επιτηδειότητας • | επιτηδειότήτων • |
accusative | επιτηδειότητα • | επιτηδειότητες • |
vocative | επιτηδειότητα • | επιτηδειότητες • |
Related terms edit
- see: επιτήδειος (epitídeios, “skilfull”, adjective)