ανηθικότητα
Greek
editNoun
editανηθικότητα • (anithikótita) f (plural ανηθικότητες)
Declension
editDeclension of ανηθικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανηθικότητα • | ανηθικότητες • |
genitive | ανηθικότητας • | ανηθικοτήτων • |
accusative | ανηθικότητα • | ανηθικότητες • |
vocative | ανηθικότητα • | ανηθικότητες • |
Related terms
edit- ανήθικος (aníthikos, “immoral”, adjective)
Further reading
edit- ανηθικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el