αντεκκλησιαστικός

Greek

edit

Adjective

edit

αντεκκλησιαστικός (antekklisiastikósm (feminine αντεκκλησιαστική, neuter αντεκκλησιαστικό)

  1. Alternative form of αντιεκκλησιαστικός (antiekklisiastikós)

Declension

edit