αντικατοπτρίζομαι
Greek edit
Verb edit
αντικατοπτρίζομαι • (antikatoptrízomai) passive (past αντικατοπτρίστηκα, ppp αντικατοπτρισμένος, active αντικατοπτρίζω)
- passive of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)
Conjugation edit
- see this verb's full conjugation at: αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)