αντικατοπτρισμός

Greek

edit

Noun

edit

αντικατοπτρισμός (antikatoptrismósm (plural αντικατοπτρισμοί)

  1. reflection
    Synonym: αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma)
  2. mirage

Declension

edit
edit