αντικρυστής
Greek
editNoun
editαντικρυστής • (antikrystís) m (plural αντικρυστές)
- rare spelling of αντικριστής (antikristís) influenced by the adverb αντίκρυ (antíkry)
Declension
editDeclension of αντικρυστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικρυστής • | αντικρυστές • |
genitive | αντικρυστή • | αντικρυστών • |
accusative | αντικρυστή • | αντικρυστές • |
vocative | αντικρυστή • | αντικρυστές • |
Further reading
edit- αντικρυστής - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αντικριστής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language