αντιπαραβολή
Greek
editNoun
editαντιπαραβολή • (antiparavolí) f (plural αντιπαραβολές)
Declension
editDeclension of αντιπαραβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
genitive | αντιπαραβολής • | αντιπαραβολών • |
accusative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
vocative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
Related terms
edit- and see: παραβάλλω (paravállo, “to compare”)
- αντιπαραβάλλω (antiparavállo, “to compare”)