αντιπαροχή
Greek
editNoun
editαντιπαροχή • (antiparochí) f (plural αντιπαροχές)
- (business) exchange, compensation, recompense, consideration
- εις αντιπαροχή ― eis antiparochí ― in exchange
- (construction) exchange
- ο θεσμός της αντιπαροχή ― o thesmós tis antiparochí ― institution of exchange (a law in Greece)
Declension
editDeclension of αντιπαροχή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπαροχή • | αντιπαροχές • |
genitive | αντιπαροχής • | αντιπαροχών • |
accusative | αντιπαροχή • | αντιπαροχές • |
vocative | αντιπαροχή • | αντιπαροχές • |
Further reading
edit- αντιπαροχή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el