αντιπροεδρία
Greek
editNoun
editαντιπροεδρία • (antiproedría) f (plural αντιπροεδρίες)
- vice presidency (position and office)
Declension
editDeclension of αντιπροεδρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπροεδρία • | αντιπροεδρίες • |
genitive | αντιπροεδρίας • | αντιπροεδριών • |
accusative | αντιπροεδρία • | αντιπροεδρίες • |
vocative | αντιπροεδρία • | αντιπροεδρίες • |
Related terms
edit- αντιπρόεδρος m or f (antipróedros, “vice president”)
- πρόεδρος m or f (próedros, “president”)
- προεδρία f (proedría, “presidency”)