αντισκορβουτικός
Greek
editAdjective
editαντισκορβουτικός • (antiskorvoutikós) m (feminine αντισκορβουτική, neuter αντισκορβουτικό)
Declension
editDeclension of αντισκορβουτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντισκορβουτικός • | αντισκορβουτική • | αντισκορβουτικό • | αντισκορβουτικοί • | αντισκορβουτικές • | αντισκορβουτικά • |
genitive | αντισκορβουτικού • | αντισκορβουτικής • | αντισκορβουτικού • | αντισκορβουτικών • | αντισκορβουτικών • | αντισκορβουτικών • |
accusative | αντισκορβουτικό • | αντισκορβουτική • | αντισκορβουτικό • | αντισκορβουτικούς • | αντισκορβουτικές • | αντισκορβουτικά • |
vocative | αντισκορβουτικέ • | αντισκορβουτική • | αντισκορβουτικό • | αντισκορβουτικοί • | αντισκορβουτικές • | αντισκορβουτικά • |
Coordinate terms
edit- ασκορβικό οξύ n (askorvikó oxý, “ascorbic acid”)
- βιταμίνη C f (vitamíni C, “vitamin C”)
Related terms
edit- σκορβούτο n (skorvoúto, “scurvy”)