ανυπόγραφος
Greek
editAdjective
editανυπόγραφος • (anypógrafos) m (feminine ανυπόγραφη, neuter ανυπόγραφο)
- unsigned
- Antonym: υπογεγραμμένος (ypogegramménos)
Declension
editDeclension of ανυπόγραφος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπόγραφος • | ανυπόγραφη • | ανυπόγραφο • | ανυπόγραφοι • | ανυπόγραφες • | ανυπόγραφα • |
genitive | ανυπόγραφου • | ανυπόγραφης • | ανυπόγραφου • | ανυπόγραφων • | ανυπόγραφων • | ανυπόγραφων • |
accusative | ανυπόγραφο • | ανυπόγραφη • | ανυπόγραφο • | ανυπόγραφους • | ανυπόγραφες • | ανυπόγραφα • |
vocative | ανυπόγραφε • | ανυπόγραφη • | ανυπόγραφο • | ανυπόγραφοι • | ανυπόγραφες • | ανυπόγραφα • |
Related terms
edit- see: υπογράφω (ypográfo, “to sign”)