αξελόγιαστος
Greek
editAdjective
editαξελόγιαστος • (axelógiastos) m (feminine αξελόγιαστη, neuter αξελόγιαστο)
- untempted, unseduced, uncorrupted
- Synonym: αξεμυάλιστος (axemyálistos)
Declension
editDeclension of αξελόγιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξελόγιαστος • | αξελόγιαστη • | αξελόγιαστο • | αξελόγιαστοι • | αξελόγιαστες • | αξελόγιαστα • |
genitive | αξελόγιαστου • | αξελόγιαστης • | αξελόγιαστου • | αξελόγιαστων • | αξελόγιαστων • | αξελόγιαστων • |
accusative | αξελόγιαστο • | αξελόγιαστη • | αξελόγιαστο • | αξελόγιαστους • | αξελόγιαστες • | αξελόγιαστα • |
vocative | αξελόγιαστε • | αξελόγιαστη • | αξελόγιαστο • | αξελόγιαστοι • | αξελόγιαστες • | αξελόγιαστα • |
Related terms
edit- see: ξελογιάζω (xelogiázo, “to seduce”)