ξελογιάζω
Greek
editEtymology
editFrom Byzantine Greek ξελογιάζω (xelogiázō, “to make someone go out of their mind, to make lose their logic”), from ξε- (xe-, “un-, de-”) + λογιάζω (logiázo, “to behave logically, to think, to plan”), from λόγος (lógos, “reason, logic”).
Pronunciation
editVerb
editξελογιάζω • (xelogiázo) (past ξελόγιασα, passive ξελογιάζομαι)
- (transitive) to tempt, seduce, entice (to attract by arousing desire or hope)
- Ξελόγιασε την γκόμενα του φίλου του.
- Xelógiase tin gkómena tou fílou tou.
- He seduced his friend's girlfriend.
- (transitive) to lead astray, lead asunder, corrupt (influence to have bad habits or to behave improperly or illegally)
- Κάποιοι νεαροί ξελογιασαν την κόρη της.
- Kápoioi nearoí xelogiasan tin kóri tis.
- Some young guys led her daughter astray.
Conjugation
editξελογιάζω ξελογιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξελογιάζω | ξελογιάσω | ξελογιάζομαι | ξελογιαστώ |
2 sg | ξελογιάζεις | ξελογιάσεις | ξελογιάζεσαι | ξελογιαστείς |
3 sg | ξελογιάζει | ξελογιάσει | ξελογιάζεται | ξελογιαστεί |
1 pl | ξελογιάζουμε, [‑ομε] | ξελογιάσουμε, [‑ομε] | ξελογιαζόμαστε | ξελογιαστούμε |
2 pl | ξελογιάζετε | ξελογιάσετε | ξελογιάζεστε, ξελογιαζόσαστε | ξελογιαστείτε |
3 pl | ξελογιάζουν(ε) | ξελογιάσουν(ε) | ξελογιάζονται | ξελογιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξελόγιαζα | ξελόγιασα | ξελογιαζόμουν(α) | ξελογιάστηκα |
2 sg | ξελόγιαζες | ξελόγιασες | ξελογιαζόσουν(α) | ξελογιάστηκες |
3 sg | ξελόγιαζε | ξελόγιασε | ξελογιαζόταν(ε) | ξελογιάστηκε |
1 pl | ξελογιάζαμε | ξελογιάσαμε | ξελογιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ξελογιαστήκαμε |
2 pl | ξελογιάζατε | ξελογιάσατε | ξελογιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ξελογιαστήκατε |
3 pl | ξελόγιαζαν, ξελογιάζαν(ε) | ξελόγιασαν, ξελογιάσαν(ε) | ξελογιάζονταν, (ξελογιαζόντουσαν) | ξελογιάστηκαν, ξελογιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξελογιάζω ➤ | θα ξελογιάσω ➤ | θα ξελογιάζομαι ➤ | θα ξελογιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξελογιάζεις, … | θα ξελογιάσεις, … | θα ξελογιάζεσαι, … | θα ξελογιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξελογιάσει έχω, έχεις, … ξελογιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξελογιαστεί είμαι, είσαι, … ξελογιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξελογιάσει είχα, είχες, … ξελογιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξελογιαστεί ήμουν, ήσουν, … ξελογιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξελογιάσει θα έχω, θα έχεις, … ξελογιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξελογιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξελογιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξελόγιαζε | ξελόγιασε | — | ξελογιάσου |
2 pl | ξελογιάζετε | ξελογιάστε | ξελογιάζεστε | ξελογιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξελογιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξελογιάσει ➤ | ξελογιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξελογιάσει | ξελογιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
edit- (captivate, seduce): ξεμυαλίζω (xemyalízo, “to drive out of mind”)
- (lead astray): αποπλανώ (apoplanó, “to mislead, to seduce”), εκμαυλίζω (ekmavlízo, “to mislead”), διαφθείρω (diaftheíro, “to corrupt”), παρασύρω (parasýro, “to lead astray”)
Derived terms
edit- αξελόγιαστος (axelógiastos, “unseduced”, adjective)
- ξελόγιασμα n (xelógiasma, “seduction, enticement”)
- ξελογιαστής m (xelogiastís, “seducer”)
- ξελογιάστρα f (xelogiástra, “seductress”)