αξιανάγνωστος
Greek
editAdjective
editαξιανάγνωστος • (axianágnostos) m (feminine αξιανάγνωστη, neuter αξιανάγνωστο)
- worth reading, readable, readworthy
- Synonym: αξιοδιάβαστος (axiodiávastos)
Declension
editDeclension of αξιανάγνωστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιανάγνωστος • | αξιανάγνωστη • | αξιανάγνωστο • | αξιανάγνωστοι • | αξιανάγνωστες • | αξιανάγνωστα • |
genitive | αξιανάγνωστου • | αξιανάγνωστης • | αξιανάγνωστου • | αξιανάγνωστων • | αξιανάγνωστων • | αξιανάγνωστων • |
accusative | αξιανάγνωστο • | αξιανάγνωστη • | αξιανάγνωστο • | αξιανάγνωστους • | αξιανάγνωστες • | αξιανάγνωστα • |
vocative | αξιανάγνωστε • | αξιανάγνωστη • | αξιανάγνωστο • | αξιανάγνωστοι • | αξιανάγνωστες • | αξιανάγνωστα • |