αξιοπεριφρόνητος

Greek

edit

Adjective

edit

αξιοπεριφρόνητος (axioperifrónitosm (feminine αξιοπεριφρόνητη, neuter αξιοπεριφρόνητο)

  1. contemptible, disgraceful
    Synonym: αξιοκαταφρόνητος (axiokatafrónitos)

Declension

edit