απίσχνανση
Greek
editNoun
editαπίσχνανση • (apíschnansi) f (uncountable)
Declension
edit απίσχνανση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | απίσχνανση • | |
genitive | απίσχνανσης • | |
accusative | απίσχνανση • | |
vocative | απίσχνανση • | |
Older or formal genitive singular: απισχνάνσεως • |
Related terms
edit- see: απισχναίνω (apischnaíno, “I reduce”)