απαντητικός
Greek edit
Adjective edit
απαντητικός • (apantitikós) m (feminine απαντητική, neuter απαντητικό)
Declension edit
Declension of απαντητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαντητικός • | απαντητική • | απαντητικό • | απαντητικοί • | απαντητικές • | απαντητικά • |
genitive | απαντητικού • | απαντητικής • | απαντητικού • | απαντητικών • | απαντητικών • | απαντητικών • |
accusative | απαντητικό • | απαντητική • | απαντητικό • | απαντητικούς • | απαντητικές • | απαντητικά • |
vocative | απαντητικέ • | απαντητική • | απαντητικό • | απαντητικοί • | απαντητικές • | απαντητικά • |
Related terms edit
- see: απαντάω (apantáo, “to reply”)