απεριγέλαστος
Greek
editAdjective
editαπεριγέλαστος • (aperigélastos) m (feminine απεριγέλαστη, neuter απεριγέλαστο)
- not mocked, unmocked, not ridiculed, not laughed at
Declension
editDeclension of απεριγέλαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριγέλαστος • | απεριγέλαστη • | απεριγέλαστο • | απεριγέλαστοι • | απεριγέλαστες • | απεριγέλαστα • |
genitive | απεριγέλαστου • | απεριγέλαστης • | απεριγέλαστου • | απεριγέλαστων • | απεριγέλαστων • | απεριγέλαστων • |
accusative | απεριγέλαστο • | απεριγέλαστη • | απεριγέλαστο • | απεριγέλαστους • | απεριγέλαστες • | απεριγέλαστα • |
vocative | απεριγέλαστε • | απεριγέλαστη • | απεριγέλαστο • | απεριγέλαστοι • | απεριγέλαστες • | απεριγέλαστα • |
Related terms
edit- see: γελάω (geláo, “I laugh”)