απεριτείχιστος
Greek
editAlternative forms
edit- απεριτοίχιστος (aperitoíchistos)
Adjective
editαπεριτείχιστος • (aperiteíchistos) m (feminine απεριτείχιστη, neuter απεριτείχιστο)
- without walls, unwalled, unfenced
- Synonym: απερίφρακτος (aperífraktos)
Declension
editDeclension of απεριτείχιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριτείχιστος • | απεριτείχιστη • | απεριτείχιστο • | απεριτείχιστοι • | απεριτείχιστες • | απεριτείχιστα • |
genitive | απεριτείχιστου • | απεριτείχιστης • | απεριτείχιστου • | απεριτείχιστων • | απεριτείχιστων • | απεριτείχιστων • |
accusative | απεριτείχιστο • | απεριτείχιστη • | απεριτείχιστο • | απεριτείχιστους • | απεριτείχιστες • | απεριτείχιστα • |
vocative | απεριτείχιστε • | απεριτείχιστη • | απεριτείχιστο • | απεριτείχιστοι • | απεριτείχιστες • | απεριτείχιστα • |