απλάκωτος
Greek
editAdjective
editαπλάκωτος • (aplákotos) m (feminine απλάκωτη, neuter απλάκωτο)
Declension
editDeclension of απλάκωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλάκωτος • | απλάκωτη • | απλάκωτο • | απλάκωτοι • | απλάκωτες • | απλάκωτα • |
genitive | απλάκωτου • | απλάκωτης • | απλάκωτου • | απλάκωτων • | απλάκωτων • | απλάκωτων • |
accusative | απλάκωτο • | απλάκωτη • | απλάκωτο • | απλάκωτους • | απλάκωτες • | απλάκωτα • |
vocative | απλάκωτε • | απλάκωτη • | απλάκωτο • | απλάκωτοι • | απλάκωτες • | απλάκωτα • |