απλήρωτος
Greek
editAlternative forms
edit- απλέρωτος (aplérotos)
Adjective
editαπλήρωτος • (aplírotos) m (feminine απλήρωτη, neuter απλήρωτο)
- unsettled, unpaid, outstanding (bill, account)
- not paid for (work, goods)
- dishonoured, bounced (cheque)
Declension
editDeclension of απλήρωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλήρωτος • | απλήρωτη • | απλήρωτο • | απλήρωτοι • | απλήρωτες • | απλήρωτα • |
genitive | απλήρωτου • | απλήρωτης • | απλήρωτου • | απλήρωτων • | απλήρωτων • | απλήρωτων • |
accusative | απλήρωτο • | απλήρωτη • | απλήρωτο • | απλήρωτους • | απλήρωτες • | απλήρωτα • |
vocative | απλήρωτε • | απλήρωτη • | απλήρωτο • | απλήρωτοι • | απλήρωτες • | απλήρωτα • |