απλωταριά
Greek
editNoun
editαπλωταριά • (aplotariá) f (plural απλωταριές)
Declension
editDeclension of απλωταριά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απλωταριά • | απλωταριές • |
genitive | απλωταριάς • | απλωταριών • |
accusative | απλωταριά • | απλωταριές • |
vocative | απλωταριά • | απλωταριές • |
Related terms
edit- see: απλώνω (aplóno, “I spread out, I hang out”)