απλόχωρος
Greek
editAdjective
editαπλόχωρος • (aplóchoros) m (feminine απλόχωρη, neuter απλόχωρο)
Declension
editDeclension of απλόχωρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλόχωρος • | απλόχωρη • | απλόχωρο • | απλόχωροι • | απλόχωρες • | απλόχωρα • |
genitive | απλόχωρου • | απλόχωρης • | απλόχωρου • | απλόχωρων • | απλόχωρων • | απλόχωρων • |
accusative | απλόχωρο • | απλόχωρη • | απλόχωρο • | απλόχωρους • | απλόχωρες • | απλόχωρα • |
vocative | απλόχωρε • | απλόχωρη • | απλόχωρο • | απλόχωροι • | απλόχωρες • | απλόχωρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλόχωρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλόχωρος, etc.) |
Related terms
edit- απλοχωριά f (aplochoriá, “room, space”)
See also
edit- compare with: απλοχέρης (aplochéris, “openhanded”)