αποδιεθνοποίηση
Greek
editNoun
editαποδιεθνοποίηση • (apodiethnopoíisi) f (plural αποδιεθνοποιήσεις)
- de-internationalisation (UK), de-internationalization (US)
- Antonym: διεθνοποίηση (diethnopoíisi)
Declension
editDeclension of αποδιεθνοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποδιεθνοποίηση • | αποδιεθνοποιήσεις • | |
genitive | αποδιεθνοποίησης • | αποδιεθνοποιήσεων • | |
accusative | αποδιεθνοποίηση • | αποδιεθνοποιήσεις • | |
vocative | αποδιεθνοποίηση • | αποδιεθνοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποδιεθνοποιήσεως • |
Related terms
edit- αποδιεθνοποιώ (apodiethnopoió, “I de-internationalise”)
- and see: διεθνής (diethnís, “international”, adjective)
Further reading
edit- Διεθνοποίηση και επιχώρια προσαρμογή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el