αποδυνάμωση
Greek
editNoun
editαποδυνάμωση • (apodynámosi) f (plural αποδυναμώσεις)
Declension
editDeclension of αποδυνάμωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποδυνάμωση • | αποδυναμώσεις • | |
genitive | αποδυνάμωσης • | αποδυναμώσεων • | |
accusative | αποδυνάμωση • | αποδυναμώσεις • | |
vocative | αποδυνάμωση • | αποδυναμώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποδυναμώσεως • |
Related terms
edit- see: αποδυναμώνω (apodynamóno, “I weaken”)