αποθέωση
Greek
editNoun
editαποθέωση • (apothéosi) f (plural αποθεώσεις)
- apotheosis, glorification, deification
- Synonym: θεοποίηση (theopoíisi)
- exaltation
Declension
editDeclension of αποθέωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποθέωση • | αποθεώσεις • | |
genitive | αποθέωσης • | αποθεώσεων • | |
accusative | αποθέωση • | αποθεώσεις • | |
vocative | αποθέωση • | αποθεώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποθεώσεως • |
Related terms
edit- see: αποθεώνω (apotheóno, “I deify”)