αποκαλυπτικός
Greek
editAdjective
editαποκαλυπτικός • (apokalyptikós) m (feminine αποκαλυπτική, neuter αποκαλυπτικό)
Declension
editDeclension of αποκαλυπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαλυπτικός • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικοί • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
genitive | αποκαλυπτικού • | αποκαλυπτικής • | αποκαλυπτικού • | αποκαλυπτικών • | αποκαλυπτικών • | αποκαλυπτικών • |
accusative | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικούς • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
vocative | αποκαλυπτικέ • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικοί • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαλυπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαλυπτικός, etc.) |
Related terms
edit- see: αποκαλύπτω (apokalýpto, “to reveal”)