αποκαρδιωτικός

Greek

edit

Adjective

edit

αποκαρδιωτικός (apokardiotikósm (feminine αποκαρδιωτική, neuter αποκαρδιωτικό)

  1. disheartening, discouraging
    Synonym: αποθαρρυντικός (apotharryntikós)

Declension

edit
edit