αποκερματισμός
Greek
editPronunciation
editNoun
editαποκερματισμός • (apokermatismós) m (plural αποκερματισμοί)
Declension
editDeclension of αποκερματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκερματισμός • | αποκερματισμοί • |
genitive | αποκερματισμού • | αποκερματισμών • |
accusative | αποκερματισμό • | αποκερματισμούς • |
vocative | αποκερματισμέ • | αποκερματισμοί • |
Related terms
edit- κέρμα n (kérma, “coin”)