αποκρατικοποίηση
Greek
editNoun
editαποκρατικοποίηση • (apokratikopoíisi) f (plural αποκρατικοποιήσεις)
- denationalisation, privatisation (UK)
- denationalization, privatization (US)
Declension
editDeclension of αποκρατικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποκρατικοποίηση • | αποκρατικοποιήσεις • | |
genitive | αποκρατικοποίησης • | αποκρατικοποιήσεων • | |
accusative | αποκρατικοποίηση • | αποκρατικοποιήσεις • | |
vocative | αποκρατικοποίηση • | αποκρατικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποκρατικοποιήσεως • |
Synonyms
edit- ιδιωτικοποίηση f (idiotikopoíisi, “privatisation”)
Antonyms
edit- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
Related terms
edit- αποκρατικοποιώ (apokratikopoió, “to nationalise”)
Further reading
edit- αποκρατικοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el