απολησμονιάρης
Greek
editNoun
editαπολησμονιάρης • (apolismoniáris) m (plural απολησμονιάρες)
Declension
editDeclension of απολησμονιάρης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απολησμονιάρης • | απολησμονιάρες • |
genitive | απολησμονιάρη • | απολησμονιαρών • |
accusative | απολησμονιάρη • | απολησμονιάρες • |
vocative | απολησμονιάρη • | απολησμονιάρες • |