απολογισμός
Greek
editNoun
editαπολογισμός • (apologismós) m (plural απολογισμοί)
Declension
editDeclension of απολογισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απολογισμός • | απολογισμοί • |
genitive | απολογισμού • | απολογισμών • |
accusative | απολογισμό • | απολογισμούς • |
vocative | απολογισμέ • | απολογισμοί • |
Related terms
edit- see: απολογούμαι (apologoúmai, “I defend myself”)
Further reading
edit- “απολογισμός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998