απολυμαντήριος
Greek
editAdjective
editαπολυμαντήριος • (apolymantírios) m (feminine απολυμαντήρια, neuter απολυμαντήριο)
- disinfectant
- Synonym: απολυμαντικός (apolymantikós)
Declension
editDeclension of απολυμαντήριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυμαντήριος • | απολυμαντήρια • | απολυμαντήριο • | απολυμαντήριοι • | απολυμαντήριες • | απολυμαντήρια • |
genitive | απολυμαντήριου • | απολυμαντήριας • | απολυμαντήριου • | απολυμαντήριων • | απολυμαντήριων • | απολυμαντήριων • |
accusative | απολυμαντήριο • | απολυμαντήρια • | απολυμαντήριο • | απολυμαντήριους • | απολυμαντήριες • | απολυμαντήρια • |
vocative | απολυμαντήριε • | απολυμαντήρια • | απολυμαντήριο • | απολυμαντήριοι • | απολυμαντήριες • | απολυμαντήρια • |
Related terms
edit- see: απολυμαίνω (apolymaíno, “I disinfect”)