απονιτροποίηση
Greek
editEtymology
editαπο- (apo-, “de-, un-”) + νίτρο (nítro, “nitre”) + -ποίηση (-poíisi, “-fication”), calque of French dénitrification. First attested 1922.
Pronunciation
editNoun
editαπονιτροποίηση • (aponitropoíisi) f (plural απονιτροποιήσεις)
Declension
editDeclension of απονιτροποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απονιτροποίηση • | απονιτροποιήσεις • | |
genitive | απονιτροποίησης • | απονιτροποιήσεων • | |
accusative | απονιτροποίηση • | απονιτροποιήσεις • | |
vocative | απονιτροποίηση • | απονιτροποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: απονιτροποιήσεως • |
Synonyms
edit- απονίτρωση f (aponítrosi)
Antonyms
edit- νιτροποίηση f (nitropoíisi)