αποτοξίνωση
Greek
editNoun
editαποτοξίνωση • (apotoxínosi) f (plural αποτοξινώσεις)
Declension
editDeclension of αποτοξίνωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποτοξίνωση • | αποτοξινώσεις • | |
genitive | αποτοξίνωσης • | αποτοξινώσεων • | |
accusative | αποτοξίνωση • | αποτοξινώσεις • | |
vocative | αποτοξίνωση • | αποτοξινώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποτοξινώσεως • |
Related terms
edit- see: τοξίνη f (toxíni, “toxin”)
Further reading
edit- αποτοξίνωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language