αποχαιρετισμός
Greek
editNoun
editαποχαιρετισμός • (apochairetismós) m (plural αποχαιρετισμοί)
Declension
editDeclension of αποχαιρετισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχαιρετισμός • | αποχαιρετισμοί • |
genitive | αποχαιρετισμού • | αποχαιρετισμών • |
accusative | αποχαιρετισμό • | αποχαιρετισμούς • |
vocative | αποχαιρετισμέ • | αποχαιρετισμοί • |
Related terms
edit- see: αποχαιρετώ (apochairetó, “to say goodbye”)
Further reading
edit- “αποχαιρετισμός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998