αποχείμωνο
Greek
editNoun
editαποχείμωνο • (apocheímono) n (plural αποχείμωνα)
Declension
editDeclension of αποχείμωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχείμωνο • | αποχείμωνα • |
genitive | αποχείμωνου • | αποχείμωνων • |
accusative | αποχείμωνο • | αποχείμωνα • |
vocative | αποχείμωνο • | αποχείμωνα • |
Related terms
edit- αποχείμωνα (apocheímona, “at winter's end”, adverb)
- and see: χειμώνας m (cheimónas, “winter”)